Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Θα μπορούσε να ήταν μία χριστουγεννιάτικη ιστορία




 Tα παιδικά χρόνια του Αγίου Νεκταρίου

Θα μπορούσε να ήταν μία χριστουγεννιάτικη ιστορία ή παραμύθι όπως «ο Όλιβερ Τουίστ» ή «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα». Όμως δεν είναι! Είναι τα παιδικά χρόνια του Αγίου Νεκταρίου όπως τα γράφει ο Σώτος Χονδρόπουλος  στην αφηγηματική βιογραφία «Ο Όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς ο Άγιος του αιώνα μας»

… Σαν όνειρο μαγευτικό θυμάται τα πρώτα βήματα εκεί στην Πόλη. Στην Πόλη, στην αγιά Σοφιά, στις εκκλησιές, στο Πατριαρχείο. Αχ ‘όλα εκεί ήταν όμορφα, όλα κολυμπούσαν και βυθίζονταν σε μια φαντασμαγορία. Ο Βόσπορος, τα Πριγκηπόνησα, τα Θεραπειά. Κόσμος… κόσμος απέραντος. Μόνο που η Πόλη δεν ήταν ελεύθερη, δεν ήταν Ελληνική. Θυμάται που μόλις πάτησε το πόδι του στο Γαλατά, στο λιμάνι, στα χείλη του αυθόρμητα έφθασε το τραγούδι που του μάθαινε κρυφά – κρυφά η μάνα να μη τ’ ακούσουν οι Τούρκοι:

Η πόλη από το λήθαργο μια μέρα θα ξυπνήσει.
Θα θυμηθεί το Βασιληά, θα σκύψει να ρωτήσει:
-Πές μου αφέντη μας τρανέ μην έφθασε η ώρα
Να σβήσουν πιά οι στεναγμοί, να ξαναλάμψει η χώρα;

Τα’ όνειρο όμως διαλύθηκε, κι έγινε άγχος σαν έπιασε δουλειά.
Ήλιο με ήλιο σκυφτός πάνω σε κάσες και κουτιά για ένα κομμάτι πικρό ψωμί. Δεν μπορούσε ποτέ να το φανταστεί πως ήταν τόσο δύσκολη, τόσο τυραννική η ζωή για τα φτωχόπαιδα που δεν είχανε «δόντια», υποστηρικτές, μπαρμπάδες μεγαλεμπόρους, στην απέραντη τούτη πολιτεία. Το συστατικό γράμμα που σήκωνε στο μπογαλάκι του δε του χρησίμευσε σε τίποτα. Ο κυρ Θοδωρέλος Τσελεπής είχε μεταναστεύσει στην Οδησσό. Γύρισε δρόμους και δρόμους και χτύπησε πόρτες και κρικέλια ζητώντας δουλειά, μα κανείς δεν του έδωσε. Ήταν για όλους άγνωστος και ξένος. «Δε σε γνωρίζουμε», του έλεγαν και τον περιεργάζονταν με περιφρόνηση. Για να μη φτάσει να ξεπέσει βαστάζος στο λιμάνι ή και κάτι χειρότερο, αναγκάσθηκε να νοικιαστεί σ’ ένα εργαστήρι που στοίβαζε μπάλες τον καπνό και τον τοποθετούσε σε τετράγωνα κουτιά και κάσσες. Θα δούλευε από τα χαράματα ώσαμε το βράδυ με μόνη αμοιβή τη διατροφή του. Τίποτα παραπάνω. Θα δούλευε στα κουτιά, στα χαρτόνια, στη συσκευασία και επί πλέον θάπρεπε να σέρνει το χειράμαξο σε λογίς – λογίς αποστολές, να τρέχει όπου χρειαζόταν για θελήματα, από το Πέραν ώσαμε χαμηλά το Βόσπορο και τα Ταταύλα. Τ’ αφεντικό ένας σκυθρωπός κι αγέλαστος αγριάνθρωπος από την Τένεδο, ψηλός, μελαχρινός, χεροδύναμος που οι κουβέντες του κατάληγαν σε βρισιές. Μπορούσε να κάμει κι αλλιώς; «Κάθε αρχή και δύσκολα», παιδί μου, τούχε πει, κει κάτω, στην Πατρίδα, ο πατέρας. Έκανε το σταυρό του ευχαριστημένος που δεν ξέπεσε στους πέντε δρόμους και ρίχτηκε με τα μούτρα σ’ αυτήν την τροχοπέδη. Δούλευε σταθερός κι ανύσταχτος, έτρεχε νύχτα μέρα σε θελήματα, τσακιζόταν, δεν προλάβαινε μήτε την προσευχή του να κάνει όπως πρέπει. Πάντα με λαχτάρα στην καρδιά.

…Οι μέρες και οι νύχτες έφευγαν, κυλούσαν σαν τις ρόδες της άμαξας και κάπου – κάπου, μόλις και μετά βίας τρύπωνε σε καμιά εκκλησία να κάνει βιαστικά το σταυρό του. Έβλεπε ψηλά τον Παντοκράτορα, τον αγαπημένο του Χριστούλη, που σοβαρός, ανεκτικός και Παντογνώστης ευλογούσε με τα βυζαντινά μακροδάχτυλα και τούστελνε τον ταπεινό της καρδιάς ασπασμό. «Αντέχω ακόμα Χριστούλη μου, για δες, αντέχω» ψιθύριζαν τα χείλη του. «Ας μη μάθει η μανούλα ότι τ’ αφεντικό πότε – πότε με χτυπάει γιατί εγώ… αντέχω. Δεν πρέπει να στενοχωρούνται. Κάθε αρχή και δύσκολα». Κάποτε, περνώντας έξω από την αρχαία – βυζαντινή Παμμακάριστο που την είχαν οι Τούρκοι μετατρέψει σε τέμενος και την έλεγαν Καχριέ τζαμί, κοντοστάθηκε και άθελα του δάκρυσε. Θυμήθηκε το χοντρό τετράδιο εκεί στο μπογαλάκι του που είχε αντιγράψει φίδην – μίγδην ρητά από την Γραφή και τους Πατέρες και παρευθύς του κατέβηκε μια ιδέα. Να ξεχώριζε τα πιο εντυπωσιακά και με τρόπο να τα περνούσε στα περικαλύμματα, στα χαρτιά που έβαζαν τα κουτιά με τον καπνό. Ά ναι, έτσι κάτι θα πρόσφερε από το θησαυρό της άγιας Πίστης στους ανθρώπους. Κάτι θάκανε κι’ αυτός ο παραμικρός και τιποτένιος για την αγάπη του Χριστούλη. Και η ψυχή της γιαγιάς από κεί πάνω θάμενε κατενθουσιασμένη… Θαυμάσια… Ώ πόση χαρά δίνουν στην αίσθηση, τα πνευματικά, τα λόγια του Κυρίου!... Θαυμάσια!... Από τη χαρά του έπιασε να τρέχει, να τρέχει πάρα λίγο να λοξοδρομήσει, να μπλέξει να βρεθεί σε κακόφημους μαχαλάδες που δε σύχναζε ο καλός και νοικοκυρεμένος κόσμος.
-Απρόσεκτε, με πάτησες, άουσε να του φωνάζει κάποιος με πελερίνα.
-Συγνώμην, αποκρίθηκε κι’ εξακολούθησε να τρέχει.     
Από τότε λαχτάρα, χαρά και ψυχαγωγία το ν’ αντιγράφει στα χαρτιά των κουτιών τα διάφορα ρητά. Αυτή τη δουλειά τη σκάρωνε αθόρυβα τα βράδυα όταν όλοι σχολούσαν κι άδειαζε ο τόπος. Ξεχώριζε πενήντα ώσαμε εκατό περιτυλίγματα κι έγραφε: «Κατάρα μητρός, εκριζοί θεμέλια». «Μη λέγε καθαρός ειμί τοις έργοις και άμεμπτος εναντίον του Θεού». « Ταπεινώθητε ενώπιον του Κυρίου και υψώση υμάς». «Ει τις θέλει πρώτος είναι, έστω πάντων έσχατος και πάντων διάκονος». «Είπε δε Αβραάμ: εγώ δε ειμί γη και σποδός». «Ο Κύριος ταπεινωθείς και γενόμενος άνθρωπος, οδόν αρίστην υψώσεως, έδειξεν ημίν ταπείνωσιν». «Ου χρή τον άνθρωπον υπερφρονείν θνητόν όντα». «Όταν ευτυχείς μη μέγα φρόνει». «Η υπερηφάνεια εμβαίνει εις την καρδίαν από την θύραν της ανευλαβείας και αγνωσίας». «Οι βουλόμενοι ειρήνην ευρανθήσονται» κ.λ.π. κ.λ.π.
Οι μέρες και οι νύχτες κυλούσαν και πάλι σαν τις ρόδες της άμαξας. Σχεδόν αντέγραψε και σκόρπισε επτά φορές το τετράδιο ώστε ν’ απόστηθίσει τα περισσότερα ρητά και να τα γράφει παντού και πάντα από μνήμης. Και το περίεργο, που από τότε που άρχισε, διπλασιάστηκε η δουλειά και ο τζίρος στο εργαστήρι. Δεν προλάβαιναν να πουλάνε. Αυτός ο ίδιος δε προλάβαινε να τρέχει σε παραγγελίες και πρατήρια. Αλλά τ’ αφεντικό ποτέ δε χαμογελούσε, με τίποτα δε χαιρόταν. Μάζευε, μάζευε τη μονέδα κι’ έμενε αγέλαστος, πικρόχωλος, σκυθρωπός. Οι μέρες και οι νύχτες κυλούσαν αλλά έγινε και κάτι που δεν υπολόγισε ευθύς αμέσως, κάτι που του ξέφυγε από τη φροντίδα. Λιώσανε τα ντρίλινα ρούχα, λιώσανε τα παπούτσια του και φάνηκαν οι κάλτσες και τα δάχτυλά του. Στο μεταξύ πλάκωσε χειμώνας, χιόνι, έπιασαν ατελείωτες βροχές και υπέφερε. Κρύωνε φοβερά. Πήγε κάποιο βράδυ δειλά – δειλά στ’ αφεντικό. Καθόταν στο γραφείο του κι’ έτρωγε γαλακτομπούρεκο.
-Τι θέλεις; Του πέταξε βλοσσυρός.
-Κύριε… συγνώμην, λιώσανε τα ρούχα μου… Κυτάχτε.
-Να γράψεις στο χωριό σου να σου τ’ αντικαταστήσουν.
-Είναι πτωχοί… πολύ πτωχοί. Ο πατέρας…
-Πήγαινε κι έχω δουλειά. Πρόσεξε, γιατί θα σε διώξω.
Τράβηξε στη γωνιά του να πλαγιάσει και τα μάτια του βούρκωσαν κι’ όλη νύχτα σταγόνα – με σταγόνα κατάβρεχαν τ’ αχυρένιο μαξιλάρι. Για μια στιγμή είδε ένα όνειρο. Είδε τον Παντοκράτορα, τον αγαπημένο του, σιμά κάπου στην ακροτοπιά του Μπαλουκλή, τον είδε όρθιο κι ευθύς άκουσε τη λαλιά Του που τον ρωτούσε γιτί κλαίει έτσι συνέχεια. Αυτός ήταν εκεί στο κρεββάτι του – οι αποστάσεις και οι χώροι στα όνειρα καταργούνται – και τέντωσε το λαιμό του, έκανε ν’ αποκριθεί όμως παρευθύς κοβόταν ο ήχος, δεν τα κατάφερνε. Του κάκου τέντωσε και ξανατέντωσε το λαιμό του. Τι κρίμα, τι κρίμα. Ένας γλωσσοδέτης τον έπνιγε, τον αχρήστευε. Ένας εφιαλτικός γλωσσοδέτης.
Σχεδόν χαράματα ξεπετάχτηκε από το στρώμα πήρε χαρτί και μολύβι κι έγραφε:

«Χριστούλη μου, Με ρώτησες γιατί κλαίω. Λιώσανε τα ρούχα μου, λιώσανε τα παπούτσια μου, βγήκαν τα δάκτυλά μου έξω και υποφέρω. Κρυώνω τώρα το χειμώνα. Πήγα χθές βράδυ στον Παραφέντη και με έδιωξε. Μου είπε να γράψω στην πατρίδα, να μου στείλουν από κει. Χριστούλη μου, τόσο καιρό εργάζομαι και δεν έστειλα γρόσι στην μητέρα… Τι να κάμω τώρα, πώς να τα καταφέρω δίχως ρούχα; Μπαλώνω, μπαλώνω και σχίζονται. Συχώρεσέ με που Σ’ ενοχλώ. Σε προσκυνώ και σε λατρεύω, ο δούλος Σου Αναστάσιος».

Σαν τοποθέτησε το γράμμα στο φάκελλο και το σφράγισε, πήρε πάλι το μολύβι στα χέρια κι έγραψε:
 «Διά τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν – Εις τους Ουρανούς»
.
Προτού καλοφέξει κι αναφανούν όγκοι και αντικείμενα, έσυρε τα παπούτσια του στο λαβομάνο, πασαλείφτηκε με λίγο νερό, ντύθηκε στο άψε – σβήσε και τράβηξε για το ταχυδρομείο. Είχε από χθές να ποστάρει κι άλλα πέντε γράμματα. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν έρημοι, κάποιος σαλεπιτζής διάβηκε σα σκιά με τα σύνεργα του και μόνο ο γείτονας ο κυρ Θεμιστοκλής που διατηρούσε κατάστημα απέναντι τους και πουλούσε κάδρα και κορνίζες και λογίς –λογίς ζωγραφιές, αλλά και τσιγάρα, βρέθηκε καταμπροστά του.
-Αναστάση, για πού έτσι χαράματα;
-Για το ταχυδρομείο…
-Τόσο πρωΐ;
-Λησμόνησα χθες το βράδυ…
-Στάσου. Δώσε μου ότι έχεις να στα ταχυδρομήσω. Εκεί πάω. Κρυώνεις, καψερέ. Γύρισε πίσω. Θα πάρεις καμιά πούντα έτσι με τ’ αγιάζι. Και ποιος θα σε κυτάξει…
-Σας ευχαριστώ.
 Πως το ‘γραψε αλήθεια στο άψε –σβήσε  αυτό το γράμμα; Πως βρέθηκε σε τέτοια παιδική πλήρωση, σε τέτοιο ψυχολογικό σάλτο; Χμ, στην ανάγκη κνείς τα πάντα μετέρχεται.  Μήπως του έμενε πιά και τίποτ’ άλλο να πράξει;
Αλλά να, θα μένουν για πάντα, μα για πάντα στη μνήμη η ενέργεια και τ’ αποτέλεσμα.
 Ω αυτός ο κυρ Θεμιστικλής, ο γειτονικός καταστηματάρχης!... Άγγελο να τον πει, αγάπη να τον ονομάσει; Σίγουρα τον έστειλε εκεί κοντά του ο Πανάγιος Θεός. Κάθε μια τέτοια ευεργεσία του Θεού χρεώνει. Χρεώνει τον άνθρωπο και τον κρατά δέσμιο. Φυσικά θα γούρλωσε ο χριστιανός τα μάτια όταν πρόσεξε το παράξενο κείνο φάκελο. Υπονοιάστηκε, το παραβίσε και συγκινήθηκε. Συγκινήθηκε πέρα για πέρα.


Σε μια βδομάδα έστειλε κανονικό ταχυδρομικό δέμα με ρούχα, παπούτσια, εσώρουχα και λεπτά. Απάνω – απάνω τοποθέτησε μια κάρτα με καλλιγραφικά κεφαλαία: «Ο Χριστός στον Αναστάση».
Αδύνατο να περιγράψει τη χαρά του. Έπεσε στα γόνατα κι ευχαριστούσε εκ βαθέων: «Χριστούλη μου, Χριστούλη μου αγαπημένε μου. Τοξευρα, ότι θα με λυπηθείς». Από την ευγνωμοσύνη του κόντευε να χάσει το ρυθμό της πραγματικότητας. Ωστόσο ταυτόχρονα ακολούθησε και κάτι άλλο. Ακολούθησε ένα φοβερό επεισόδιο. Οδυνηρό, αρκετά λυπητερό κι’ επικίνδυνο που κι αυτό στάθηκε ευεργεσία μια κι άνοιξε κατόπι διάπλατα το δρόμο.

Τ’ αφεντικό μόλις τον είδε έτσι στα γρήγορα ντυμένο, ποδεμένο του κουτιού, παραξενεύτηκε, υπονοιάστηκε. Μοναστραπίς τον άρπαξε από το γιακά και που σε πονεί, και που σε σφάζει. Τον έδερνε, τον έδερνε μέχρις αιμάτων. Τον κλωτσούσε, κόντευε να τον αφίσει στον τόπο. Του κάκου γονάτιζε, του κάκου του φιλούσε με σπαραγμό τα χέρια.
-Δεν είμαι κλέπτης κέριε… δεν είμαι κλέπτης.
-Που τα βρήκες;
-Ο Χριστός… την αλήθεια σας λέγω.
-Πάρε κι αυτή, πάρε και την άλλη…
Ευτυχώς που πήρε μυρωδιά το θόρυβο και τις φωνές ο γείτονας. Έτρεξε φουριόζος, σταμάτησε τον ξυλοδαρμό. Έδωσε απολογία. Αλλιώς θα βρισκόταν χαμένος. Ποιος ξεύρει, σε τι Τούρκικές φυλακές θα τον έριχνε εκείνο το  άσπλαχνο αφεντικό που μάζευε – μάζευε ασημένιους παράδες και σχεδόν ποτέ δεν γελούσε.

…Αλήθεια αν δεν έστελνε ο Θεός αυτόν τον διαλεκτό άνθρωπο να τον γλιτώσει από τα χέρια του άσπλαχνου αφεντικού… τι θα γινόταν; Θα πέθαινε ίσως… Θα πέθαινε από τις κακουχίες.

…Από κει και πέρα μια νέα οδός, μια νέα περίοδος. Δούλεψε στο κατάστημα του γείτονα καμπόσο καιρό πολύ πιο ανθρώπινα και με άνεση. Μπορούσε πιά τα βράδια να διαβάσει τη Γραφή, το Ψαλτήρι, το Ωρολόγιον το μέγα, να κάνει προσευχή, να ευχαριστά εκ βαθέων τον Σωτήρα του κόσμου.

…Από το κατάστημα του κυρ Θεμιστοκλή, μεταπήδησε, μεταλαμπαδεύτηκε στα χωράφια της Εκκλησίας. Δούλεψε παιδονόμος σε μια σχολή του Παναγίου Τάφου. Μάθαινε τα πρώτα γράμματα στα μικράκια της πρώτης Δημοτικού κι ακολουθούσε μαθήματα Σχολαρχείου. Χρυσή περίοδος. Χρόνος προετοιμασίας και περισυλλογής. Ευτυχώς δεν τον τραβούσε ο κόσμος, δεν τον μαγνήτιζαν τα λογίς –λογίς θέλγητρά του. Μπορεί σήμερα μια χαρά να βεβαιώσει πως μία σοβαρή μελέτη στα συγγράμματα των Πατέρων έγινε ακριβώς εκείνη την περίοδο…