Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

Ο όσιος παπα Νικόλας ο Πλανάς




Από τον βίο του αγίου Νικολάου Πλανά του απλοϊκού
ι΄. Το Ημερολόγιον
Μια φορά τον ρώτησε ο ψάλτης των αγρυπνιών Παναγιώτης Τομής: "Τι φρονείς, πάτερ μου, περί του ημερολογίου;". Και αυτός του απήντησε: "Από πεποίθηση το Παλαιό και από υποχρέωση το Νέο!".

λδ΄. Ότι προσηύχετο, δια να τον αφήσουν να προσευχηθή.
Κατά την εποχή εκείνη ήτανε Μητροπολίτης ο Μελέτιος Μεταξάκης και απηγόρευσε τις αγρυπνίες. Δεν μπορούσαμε να εννοήσουμε την αιτία...
Πέρασε λίγος καιρός, έφυγε ο Μητροπολίτης Μεταξάκης, κατηργήθη η δέσμευσις των αγρυπνιών. Κατόπιν ήλθε η αλλαγή του Ημερολογίου. Νέα βάσανα, νέοι αγώνες για τον Παππού. Ιδίως όταν ξημέρωναν  μεγάλες  γιορτές.  Τι να κάμη;  Στο  βάθος  του  Αγίου Ελισσαίου (σ. Κ. Σ.: παλαιός ναΐσκος  στην  Πλάκα  πλησίον  της  στάσεως  του  μετρό  "Μοναστηράκι")  ήτανε  αρκετά   δωμάτια
(τρώγλες πες καλύτερα). Σε ένα από αυτά τα δωμάτια έμενε μια γυναικούλα η κυρά-Μάρθα, πολύ φτωχή κατά το ζην, πολύ πλούσια κατά αγαθήν προαίρεσίν. Αυτή μας επέτρεψε να συγκεντρωθούμε στο μοναχικόν της δωμάτιον ο πατήρ Νικόλαος με την συνοδείαν του, απαρτιζομένην από 6-7 πρόσωπα. Κατά τας 10 μ. μ. είμεθα όλοι παρόντες. Αρχίσαμε τον Όρθρον κατά τας 11 μ. μ. και ως την 1ην μετά τα μεσάνυχτα είμεθα έτοιμοι για την Λειτουργία. Κατεβήκαμε από το υπερώον δωμάτιον, με κίνδυνον να υποχωρήση η σκάλα, τρίζουσα από την πάροδον αορίστων δεκαετηρίδων... Φθάσαμε όσο το δυνατόν αθορύβως εις την εκκλησίαν του Προφήτου, μπήκαμε από την πίσω μικρά πορτούλα. Ως φως είχαμε τα καντήλια, που φώτιζαν τα ιερά πρόσωπα των Αγίων, οι οποίοι μας κοίταζαν σαν να μας γνώριζαν. Η εκκλησία ήτο καταστολισμένη από μορφές αγίων εικόνων, φυσικού μεγέθους...
Τέλος αρχίσαμε τη Λειτουργία. Να βλέπατε τον παπα-Νικόλα με ασυνήθη ευχέρεια να προσπαθή να πάρη καιρό. Να αισθάνεται την νύκτα ότι μας παρεχωρήθη για τον άγιο αυτό σκοπό. Ως τας 3 π. μ. είχαμε τελειώσει την Λειτουργίαν. Αλησμόνητος θα μείνει η Λειτουργία αυτή, που με τόση κατάνυξη, με τόση γαλήνη, ιερεύς και συνοδεία έπαθαν πνευματικήν αλλοίωσιν, κατά ψυχήν τε και διάνοιαν...

λε΄. Κρυφαί λειτουργίαι
Τας Κυριακάς και τας μεγάλας εορτάς, δεν έλειπε από την ενορία του. Αν και δεν ελάμβανεν μέρος στη Λειτουργία επειδή είχε άλλους δύο ιερείς βοηθούς. Κάποτε στη Μητρόπολη έμαθαν ότι κρυφολειτουργούσε ο Παππούς στις μεγάλες εορτές (σ. Κ. Σ.: με το Παλαιό) καθώς και τις καθημερινές ημέρες στα ερημοκκλήσια έκανε ότι ήθελε (σ. Κ. Σ.: στα ερημοκλήσια εκκλησιαζόντουσαν τον πρώτο καιρό οι πιστοί του Παλαιού, λόγω των διωγμών). Τον φώναξαν στη Μητρόπολη να τον παρατηρήσουν. Πήγε μαζί του, όπως πάντοτε, η συνοδός του και ψάλτριά του (σ. Κ. Σ.: Βικτωρία μοναχή). Εκεί ανέλαβε να τον παρατηρήση ένας τότε αρχιμανδρίτης και κατόπιν Αρχιερεύς. Αποσιωπώ το όνομά του - δεν ξέρω αν ζη. Του μίλησε πολύ απότομα. Δεν απάντησε ούτε μια λέξη. Καταφοβισμένον τον πήρε σπίτι η συνοδός του και τον έφερε στο σπίτι μου. Όλο αυτό το απόγευμα έμεινε άφωνος! Η συνοδός του καθότανε κοντά του και προσπαθούσε να τον παρηγορήση. Πάντοτε σιγή εκείνος! Αυτή την ώρα ήτανε ακριβώς σαν μωρό παιδάκι, που μας λέγει ο Κύριος: "αν δεν γίνετε σαν τα μικρά παιδιά"...

με΄. Εμφάνισις του Προφήτου Ελισσαίου
Εις την εποχήν του πρώτου διωγμού των Παλαιοημερολογιτών, ηθέλησε να λειτουργήση κατά το πάτριον ημερολόγιον την εορτήν του προφήτου Ελισσαίου. Αλλά φοβούμενος μήπως του παρουσιασθούν εμπόδια, συνεφώνησε με την βοηθόν του αφ' εσπέρας, να πάνε εις τον Άγιον Σπυρίδωνα του Μαντουκά. Το πρωί επήγε η ψάλτριά του και τον περίμενε. Η ώρα παρήρχετο και ο παπάς δεν εφαίνετο να έλθη να λειτουργήση. Απηλπίσθη. Ενόμισε πως κάτι σπουδαίο θα του έτυχε, και δεν επήγε ως αυτήν την ώρα. Έφυγε και πήγε εις τον Προφήτη Ελισσαίο (διότι εκεί ήταν το "κέντρον των πληροφοριών"), να ρωτήση τι γίνεται ο παπάς, και να, τον βλέπη μέσα στην εκκλησία να ετοιμάζεται να λειτουργήση! Του έκαμεν παρατήρησιν, γιατί ηθέτησε την συνεννόηση που είχανε κάμει, και ακόμη ότι δεν εφοβήθη, παρά ήλθε μέσα στο κέντρον, μέσα στη βράση του διωγμού. Της λέγει: "Μή με μαλώνεις, γιατί σήμερα το πρωί είδα τον Προφήτη και μου είπε να λειτουργήσω, και να μη φοβηθώ τίποτα, γιατί αυτός θα με προσέχη". Έμεινε η βοηθός του με την συζήτησιν ατελείωτη! -"Μα, πως τον είδες"; τον ρωτά. Της λέγει: "Σηκώθηκα σήμερα το πρωί και ετοιμάστηκα για τον Άγιο Σπυρίδωνα. Εκάθησα σε μια πολυθρόνα ως που να μου φέρουν το αμάξι. Αυτή τη στιγμή, βλέπω μπρος μου τον προφήτη Ελισσαίο, και μου λέγει, να πάω στην εκκλησία του να λειτουργήσω"! Έφεραν οι δικοί του το αμάξι και τους λέγει: "Να πήτε του αμαξά να με πάη στον Προφήτη...". Άρχισαν τις φωνές οι δικοί του: "Τι είναι αυτά; Αφού είπαμε του αμαξά για τον Άγιο Σπυρίδωνα". -"Αυτό που σας λέγω. Να με πάτε στον Προφήτη. Τον είδα εμπρός μου και με διέταξε".
Ελειτούργησαν αυτήν την ημέρα κατανυκτικώτατα με μεγάλη ησυχία, και το βράδυ επήγε στο συνηθισμένο φιλικό του σπίτι, που πήγαινε πάντοτε. Λέγει η βοηθός του εις την κόρην της οικογενείας: "Σήμερα ο Παππούς είδε ολοφάνερα τον Προφήτη" κ.τ.λ. Τον πλησίασε τότε η κόρη και προσπαθούσε να τον καταφέρη να της πη ο ίδιος πως είδε τον Προφήτη. Αλλά ήτανε και αυτή η ώρα, μια απ' αυτές που ήθελε κάτι να κρύπτη από τα ιδιαίτερά του και της λέγει: "Τίποτα δεν είδα, από λόγου μου τα λέω". Αλλά αυτό μας το βεβαίωσαν και οι δικοί του, που τους το πρωτοείπε. Κρυφογελάσαμε με τη σπουδή που τον κατέλαβε, να κρύψη και αυτός κάτι, για να μη φωνή η αρετή του, διότι πάντοτε εις τας ομιλίας του έλεγε: "είμαι ανάξιος ιερεύς".

μστ΄. Το θάρρος που του έδιδεν η πίστις
Άλλη μια φορά, εις εποχήν διωγμού των Παλαιοημερολογιτών, τον πήρε μια ομάς χριστιανών και τον πήγε σε κάποιο ερημοκλήσι (τέρμα Αχαρνών) να λειτουργήσουν. Εκεί, 5-6 εκ των νεωτέρων, είχον αναλάβει γύρωθεν της εκκλησίας να προσέχουν, δια να προλάβουν να κρύψουν τον παπα-Νικόλα. Περί το μεσονύκτιον αντελήφθησαν τον κίνδυνον, και επρότειναν στον Παππού να τον κρύψουν ή, με κάθε τρόπον, να τον προφυλάξουν. Αυτός, ατάραχος, δεν τους άκουε που του έλεγαν να τον ξεντύσουν, μόνο τους έλεγε: "Μη φοβόσαστε, θα 'ρθουν τα παιδιά, θα προσκυνήσουν και θα φύγουν...". Και όντως ήλθανε οκτώ αστυνομικοί, και άκουσαν οι εκκλησιαζόμενοι να λέγη ο ανώτερος: "Αφήστε τους χριστιανούς, δεν κάνουν κανέναν κακό"! Ησπάσθησαν το προσκυνητάρι, που ήτο απ' έξω από την εκκλησία και έφυγαν. Το πρωί τους λέγει ο Παππούς: "Ήλθανε τα παιδιά"; Του είπον πως ήλθανε και φύγανε. Τους λέγει: "Δεν σας είπα εγώ να μη φοβόσαστε, γιατί θα 'ρθουνε να προσκυνήσουν και θα φύγουν;"
Επί τη ευκαιρία αυτή, θα γράψω και κάτι άλλο παρακάτω.
Εις την τελευταίαν εποχήν του διωγμού, μέσα εις τα περιβόλια του Αιγάλεω, ήτανε μια εκκλησία και μαζεύτηκαν πολλοί χριστιανοί να εορτάσουν τα Εισόδια της Παναγίας. Μετά τα μεσάνυκτα καταφθάνει ένας Μοίραρχος μετά της... κουστωδίας. Θυμώδης, αγέρωχος προχωρεί εις το Ιερόν, και ακούμπησε ασεβέστατα τα νώτα στην Αγία Τράπεζα και διέταξε να φύγουν όλοι. Τον παπά τον πήρε στην Αστυνομία, σε ένα χωλ, με σπασμένα τζάμια. Το ράσο του ο παπάς πρόφθασε και το έδωσε σε κάποιον, για να μη του το πάρουν οι φανατικοί υποστηρικταί της Μητροπόλεως, οι οποίοι είχον ολόκληρον δωμάτιον γεμίσει από ράσα και καλυμμαύχια, λάφυρα των κατορθωμάτων των. Και έτσι, χωρίς ράσα, εκρύωσε μέσα σ' αυτό το γραφείο (εν μηνί Νοεμβρίω) ως επίσης και όλο το εκκλησίασμα. Αφού επήραν τον παπά, δεν άφηναν τον κόσμο μέσα στην εκκλησία ώσπου να ξημερώση ή να ερχότανε στας 10-11 το βράδυ, ούτως ώστε να μπορούν να πάνε στα σπίτια τους ο κόσμος; Αλλά ήλθαν στας 2 μετά τα μεσάνυκτα και σκόρπισαν οι άνθρωποι μέσα στα χωράφια, τρέμοντας από το κρύο, γυναίκες από το Μαρούσι, από το Φάληρο, από την Αγία Παρασκευή - μαρτυρική βραδυά, ώσπου να ξημερώση. Τον αξιοσέβαστον ιερέα τον πήγαν το πρωί στη Μητρόπολη. Δια να τον ξυρίσουν ηθέλησαν να τον δέσουν στην κάρέκλα. Δεν το εδέχθη. Αφού τον εξύρισαν του έδωσαν ένα παλιό κασκέτο στο κεφάλι, ένα λειωμένο βελούδινο παντελόνι (με το ένα σκέλος πιο κοντό), ένα παλιό σακκάκι, και με αυτήν την περιβολήν τον έστειλαν εις τον Εισαγγελέα, ο οποίος τον αθώωσε αμέσως με τα χάλια που τον είδε. Το σκότος της αμαρτίας δεν τους άφηνε να καταλάβουν ότι χλευάζοντες την ιερωσύνην εχλεύαζον και τον ίδιον τον εαυτόν τους!

Και εγώ, 1η Αυγούστου 1928 τον είδα και ερχόταν από μακρυά και, όπως γύρισε και με ατένισε, μου είπε: "Τι κάνεις, ευλογημένη;" (ήμουν ρασοφόρα τότε και με λέγανε Χρυσάνθη). Και, χωρίς να ξέρη το όνομά μου, με εκάλεσε με το όνομά μου και μου είπε: "Σήμερα είναι πρώτη με το ορθόδοξον εορτολόγιον". Εγώ του απήντησα: "Ευλογείτε", βάζοντάς του μετάνοια. Και φιλώντας του το χέρι του είπα: "Τι θλίψι είναι αυτή, Γέροντα, ανάμεσά μας;" και μου απήντησε: "Μη θλίβεσαι, διότι ό,τι είναι αντικανονικό δεν μένει αιώνιο!"



Απολυτικιον (Της ερημου πολιτης)

Τας του πλανου παγιδας εκφυγων, ιερωτατε, απλανως επορευθης δια βιου, πατηρ ημων, Νικολαε αοιδιμε Πλανα, ουρανια χαρισματα λαβων, αγρυπνιαις και νηστειαις ιερουργων οσιως τω Κυριω σου. Ονπερ καθικετευων εκτενως, Ναξιον ιερατευμα, πρεσβευε δωρηθηναι και ημιν το Θειον ελεος.



Παπα-Νικόλας Πλανάς, ο νέος Άγιος της Ορθοδοξίας
2 Μαρτίου 2014
Εις την πόλην των Αθηνών, παρά τους παλαιούς στρατώνες και την πλατείαν «Μοναστηρακίου» υπήρχε ιδιωτικόν παρεκκλήσιον, έπ’ ονόματι του Προφήτου Ελισαίου – εις την οδόν Άρεως 14. Αργότερον κατηδαφίσθη.
Εις το εκκλησάκι αυτό ελειτούργει ο «απλούς» τον τρόπον σεβάσμιος ιερεύς Νικόλαος Πλανάς, εκ της νήσου Νάξου καταγόμενος. Ακαταπόνητος, περίπου επί πεντηκονταετίαν (1884-1932) ετέλει καθημερινώς την Θ. Λειτουργίαν, πλην Σαββάτων και Κυριακών και επισήμων εορτών, οπότε ιερούργει εις την ενορίαν του, του Αγίου Παντελεήμονος -Ιλισσού αρχικώς και ακολούθως εις την του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου της οδού Βουλιαγμένης. Την δε Μ. Τεσσαρακοστήν ετέλει καθ’ εκάστην Προηγιασμένας λειτουργίας.
Την εποχή εκείνην που εχειροτονήθη (Διάκονος την 28ην Ιουλίου 1879 και Πρεσβύτερος, μετά πενταετίαν την 2α Μαρτίου 1884, άγων το 33ο έτος της ηλικίας του) η πόλη των Αθηνών, κατά μαρτυρίαν του ιδίου, «έφθανεν από την Ακρόπολη ως την Παναγίαν Βλασαρού» (παρά τον Άγιον Φίλιππον – Μοναστηρακίου). Και αι ενορίαι απηρτίζοντο από ελαχίστας οικογενείας (13 οικογενείας η του Αγ. Παντελεήμονος και 8 οικογενείας η του Αγ. Ιωάννου, αμφότεροι διαδοχικώς της εφημερίας του π. Νικολάου Πλανου!).
 Απέριττος λειτουργός
Ο απέριττος λειτουργός του Θεού ήτο ησκημένος εις την λιτότητα. Ορφανός πατρός από της ηλικίας των 14 ετών, ήλθεν εις Αθήνας μετά της μητρός του και της μόνης αδελφής του, αφού εμοιράσθη μετά της αδελφής την πατρικήν περιουσίαν, αξιόλογον ίσως, άλλ’ εδέησε να ενεχυρίαση το μερίδιόν του, χάριν εμπεριστάτου συμπατριώτου του, χωρίς ποτέ να την ανάκτηση. Και διέμεινε πτωχός.
Κατ’ έπιθυμίαν της μητρός του, δεκαεπταετής ενυμφεύθη την Ελένην το γένος Προβελεγγίου, εκ Κυθήρων. Και απέκτησεν υιόν έξ αυτής, τον Ιωάννην• άλλ’ η σύζυγος απέθανε κατά τον τοκετόν. Ο ίδιος αφιέρωσεν έκτοτε, νεαρώτατος, τον εαυτόν του εις τον Θεόν και την Εκκλησίαν. Και γενόμενος ιερεύς ηρκείτο συνήθως εις τεμάχιον άρτου και ολίγα χόρτα, τα οποία συνέλεγε μόνος του, ενίοτε δε και εις ολίγον γάλα που του προσέφεραν ποιμένες της περιοχής, ερημικής τότε, και σήμερον πολυανθρωποτάτης και αστικής, εν μέσαις Αθήναις. Και τα ελάχιστα διδόμενα εις αυτόν χρήματα η άλλο τι διέθετεν εις αγαθοεργίας. Ο,τι του εδίδετο το έδιδεν ευθύς, εις ορφανά, εις σπουδαστάς, εις πτωχάς οικογενείας, διά τον επιούσιον και τσς ανάγκας που ανεκάλυπτε και εκάλυπτεν αθορύβως, αφανώς και με πάσαν εχεμύθειαν.
Πλούτος και θησαυρός του, και κέντρον και άξων της ζωής και της υπάρξεώς του ήτο η λειτουργική ζωή της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Ο ναός του Θεού και τα τελούμενα εν αυτώ.
Προφανώς και κατ’ αλήθειαν εχαρακτηρίσθη ως «ο λειτουργικώτερος ιερεύς της εποχής μας, άνθρωπος της προσευχής, του οποίου η ζωή υπήρξε συνεχής διακονία του θυσιαστηρίου, αληθής μύστης της χάριτος, την οποίαν, διά των έργων και του παραδείγματός του, μετέδιδεν εις τους πιστούς» (Θ. Η. Εγκυκλοπαίδεια, τ. 10, Ε. Ν. Τζιράκης). Κατά πλήρη εφαρμογήν, θα προσθέσωμεν, του αποστολικού παραγγέλματος• «τον κοπιώντα γεωργόν δει πρώτον των καρπών μεταλαμβάνειν» (Β’ Τιμ. 2, 6).
«Από φυλακής πρωΐας μέχρι νυκτός» διέτριβεν εις τον Ναόν, κατά το ψαλμικόν «ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων• επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου» (Ψαλ. 83-1 ).Ήρχιζε την ιεράν Ακολουθίαν το πρωΐ και ετελίωνε τας μεταμεσημβρινάς και πολλάκις τας απογευματινάς ώρας! Κατά δε την ιεράν Προσκομιδήν των Τιμίων Δώρων εμνημόνευεν σωρίαν ονομάτων. Διετήρει όλα τα κοινώς λεγόμενα «ψυχοχάρτια» που του έφερον – έστω και με μίαν δραχμήν η μίαν δεκάραν συνοδευόμενα – και τα εμνημόνευε συνεχώς και αδιαλείπτως, επί ώρας καθ’ έκάστην. Λέγεται δε ότι, φειδόμενοι του κόπου της αγάπης του, κάποτε εκ των υπηρετούντων αυτόν κατά την Θ. Λειτουργίαν, αφαιρούσαν μέρος έξ αυτών, δια να τον ανακουφίσουν.
 Ένθεος ζήλος
Αλλ’ όχι απλώς το μήκος και η διάρκεια της ιερουργίας ήτο ενδεικτική του ενθέου ζήλου του. Έτι μάλλον συνήρπαζεν η κατάνυξη, η αίσθησις της αγιότητος του ιερουργούντος και η μεταδιδόμενη γαλήνη και ο μετεωρισμός του εκκλησιάσματος προς τα άνω «ου ο Χριστός έστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος» (Κολ. 3, 1). Αναφέρονται μαρτυρίαι παιδιών ότι τον έβλεπον μετάρσιον, μη πατούντα επί της γης εν ώρα Θ. Λειτουργίας!
Ονομασταί και αλησμόνηται είναι αι άγρυπνίαι, τας οποίας ετέλει εις τον ναόν του Αγ. Ελισαίου. Ιερατικώς συνέπραττε μετ’ αυτού ο ιερεύς της ενορίας μου (άγ. Νικολάου «Πευκακίων» – Αθηνών), π. Αντώνιος Νικηφόρος, εκ Θούριας Καλαμών (†1937). Κατ’ επανάληψιν δε τον ηκολούθησα, κατά τα μαθητικά μου χρόνια και μου εδόθη η ευκαιρία – η ευλογία μάλλον – να ίδω ιερουργούντα τον μακαριστόν π. Νικόλαον Πλανάν.
Ήτο πολύ μικρός το δέμας. Και κυρτός πλέον σωματικώς εκ της ηλικίας, θα αναφέρω όμως οποίον σεβασμόν και ευλάβειαν ενέπνεε το πρόσωπόν του και η παρουσία του. Εις μίαν αγρυπνίαν μετέβημεν μαζί με την μητέρα μου. Αναγνώστης εγώ τότε – χειροθετημένος υυπό του προκατόχου μου μητροπολίτου Πατρών και έπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών θεοκλήτου Παναγιωτοπούλου(† 8.1.1962), τότε βοηθού επισκόπου Σταυρουπόλεως – ανέγνωσα πολλάκις των ι. αναγνωσμάτων. Ενω δε, πέρα το μεσονύκτιον, ανεγίνωσκον την ακολουθίαν της Θείας Μεταλήψεως, εσημειώθη μικρά κίνησις του εκκλησιάσματος διανοίγοντος δίοδον και υποκλινομένου ευλαβώς. Η μητέρα μου ενόμισεν ότι εισήρχετο Αρχιερεύς, ίνα ιερουργήση και επί τη εισόδω του ο λαός έκυπτε την κεφαλήν, διά να λάβη την ευλογίαν του. Αντ’ αυτού όμως βλέπει μικρόσωμον ιερέα εισερχόμενον υπό την τόσον έκδηλον ευλάβειαν των υποδεχόμενων αυτόν χριστιανών. Ήτο ο π. Νικόλαος Πλανάς. Το κεντρικόν πρόσωπον της ιερουργίας. Με ταπεινήν όψιν και φωνήν. Και
με πανθομολογουμένην αγιότητα, ενώπιον της οποίας υπεκλίνοντο εύλαβώς οι γινώσκοντες αυτόν. Ηξιώθημεν να αγιασθώμεν διά της ευλογούσης χειρός του• και να κοινωνήσωμεν της χάριτος διά της ύπ’ αυτού τελεσιουργηθείσης Θείας Ευχαριστίας.
Με τους δύο Αλεξάνδρους
Παλαιότερον εις τας παννυχίδας αυτάς επλαισιώνετο από τους γνωστούς διηγηματογράφους Αλέξανδρον Παπαδιαμάντην και Αλέξανδρον Μωραϊτίδην (έπειτα μοναχό Ανδρόνικον) «άδοντας και ψάλλοντας εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω», εις την εκκλησίαν του Προφήτου Ελισαίου.[…]
Όταν εφθασεν εις ώριμον γήρας (ογδοηκοντούτης), εκάμφθη υπό το βάρος των κοπώσεων. Και μετά εννεάμηνον παροπλισμόν του (από Ιουνίου 1931 μέχρι και Φεβρουαρίου 1932) εκτός ενεργού ιερατείας, λόγω εξαντλήσεως των σωματικών του δυνάμεων, εκοιμήθη εν Κυρίω την 2αν Μαρτίου 1932, επέτειον της εις πρεσβύτερον χειροτονίας του.
«Το τέλος αυτού – γράφει ο μακαριστός Μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας Τίτος Ματθαιάκης, διατελέσας πνευματικόν τέκνον του αοιδίμου γέροντος – υπήρξε τέλος όντως αγίου. Συνωμίλει μετά του Σωτήρος Χριστού, ικετεύων αυτόν όπως λάβη την ψυχήν αυτού και αναπαύση το βεβαρημένον σώμα του. Έζησεν ως δίκαιος και εκοιμήθη ως άγιος τον ύπνον του ανθρώπου του Θεού ηρέμως…»
Η είδησις της κοιμήσεως αυτού διεδόθη αστραπιαίως εις την ενορίαν του και καθ’ άπασαν την πόλιν των Αθηνών. Το σεπτόν σκήνωμά του, μετακομισθέν εις τον ναόν του Αγ. Ιωάννου (της οδού Βουλιαγμένης), ετέθη εις προσκύνημα επί τριήμερον, «τη επιμόνω αξιώσει των ενοριτών αυτού – συνεχίζει ο πρ. Παραμυθίας Τίτος -χωρίς να προηγηθή ουδεμία ταρίχευσις αυτού ουδέ να ύποστή αλλοίωσίν τινα».
Χιλιάδες λαού στην κηδεία του
Χιλιάδες λαού συνέρρευσαν, άνθρωποι πάσης ηλικίας και τάξεως, ίνα προσκυνήσουν το σεπτόν αυτού σκήνωμα. Εκηδεύθη τη 5η Μαρτίου εν μέσω χιλιάδων λαού. Tης κηδείας αυτού προέστη ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (†1938), ο οποίος εκφωνήσας επικήδειον λόγον, ανεφέρθη εις τας πολλάς και σπανίας αρετάς του κοιμηθέντος… εξάρας δεόντως τα πολλά αυτού χαρίσματα και την εξαίρετον ιερατικήν αυτού δράσιν εν τω αμπελώνι του Σωτήρος Χριστού. Ως απόδειξιν δε της μεγάλης τιμής ηξιώθη ούτος εν τη Εκκλησία επεκαλέσθη το πλήθος των πιστών, όπερ παρηκολούθησε την κηδείαν αυτού.
Κατόπιν ανεφέρθη εις την φήμην την αγαθήν, ήν απέκτησε ως εξομολόγος και παρωμοίασεν αυτόν προς «μεγάλον» της Εκκλησίας ημών Πατέρα».
«Η κηδεία αυτού ενεθύμιζεν ημέραν Μεγάλης Παρασκευής. Ως δ’ εάν επρόκειτο περί κηδείας Πατριάρχου η Βασιλέως, ο λαός είχε κατακλύσει την πλατείαν του Ναού και τας παρόδους, η συγκοινωνία είχε διακοπή, επιμόνω δ’ αξιώσει αυτού δεν ετάφη ευθύς αμέσως μετά την ακολουθία της κηδείας. Περαιωθείσης την 12ην μεσημβρινήν ώραν, αλλά περί την 4ην απογευματινήν, αφού περιεφέρθη επί των ώμων των ευσεβών αυτού ενοριτών το σκήνωμα αυτού εις τας κυριωτέρας οδούς της ενορίας ταύτης… Το τι επηκολούθησε κατά τας τεσσάρας ταύτας ώρας μέχρι της ταφής αυτού δεν περιγράφεται. Όλοι ωμίλουν περί γενομένης εις αυτούς εκ μέρους του κοιμηθέντος καλωσύνης, βοηθείας, παρηγορίας, σωτηρίας. Τους πάντας είχεν ευεργετήσει καθ’ όλην την μακράν ιερατικήν του υπηρεσίαν. Ετάφη εις ανοιγέντα τάφον παρά τω ιερώ βήματι του ναού τούτου (Περιοδ. «Εκκλησία» έ. 1966, σελ. 632).
Δημοσιεύματα εκκλησιαστικών εντύπων
Έγραψαν σχετικώς περί αυτού τα τότε εκδιδόμενα φύλλα:Η «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» της 12ης Μαρτίου 1932, μεταξύ άλλων «Κατά τα υπερπεντήκοντα έτη της υπηρεσίας του ο αείμνηστος ιερεύς Νικόλαος διά της εξομολογήσεως εγνωρίσθη ευρύτατα, χιλιάδες δε πιστών προσήρχοντο προς αύτόν. Ήσκει έπ’ αυτών, διά της ιεροπρεπείας του και των μεγάλων αρετών ύφ’ ων περιεκοσμείτο ευεργετικωτάτην επίδρασιν».
Ο «ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ» της 1ης Απριλίου 1932 έγραφεν: «Ο παπα-Νικόλαος των αγρυπνιών του Αγίου Ελισαίου απεδήμησεν εις την αιώνιον χαράν… Λέγων προσευχάς εφαίνετο εμπνευσμένος. Ο πλούτος του ήτο η ευτέλεια της περιβολής του˙ η δόξα του, η καλωσύνη και η προθυμία του να εξυπηρετεί τους ζητούντας την φωτισμένην διάνοιάν του• η εξωτερική του εμφάνισις, συγκριτικώς προς τας επιδεικτικάς εμφανίσεις, ήτο ανυπαρξία αξίας τινός, αλλά διά μέσου αυτής της ανυπαρξίας εφαίνετο το μεγαλείον της εσωτερικής αγιότητος… Ήτο φοβερόν φαινόμενον εξουθενητού της επιδεικνυομένης πορφύρας και βύσσου, του χρυσού και του αργύρου… Δίκαιο είναι να κληθή ζωντανή εικών μακαρίου «πτωχού τω πνεύματι» χριστιανού άξιου της βασιλείας των ουρανών, καθ’ ά ο Κύριος ρητώς εδίδαξε και εχαρακτήρισε».
Οι «ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ» έγραψαν «…Ο αείμνηστος ιερεύς ήτο τύπος σεμνού και ευσεβεστάτου κληρικού, κεκοσμημένου όλων των αρετών, διό και απήλαυε του γενικού σεβασμού και της αγάπης εκ μέρους της κοινωνίας». Η εφημερίς «ΕΣΠΕΡΙΝΗ» της 7ης Μαρτίου 1932, μεταξύ άλλων, γράφει «… Είναι άπειροι εκείνοι που εσώθησαν από την ελεημοσύνην του ιερέως αυτού…Υπολογίζεται ότι από της προχθές παρήλασαν προ της σορού του και τον ησπάσθησαν περισσότεροι των οκτώ χιλιάδων…».
Η αυτή δε εφημερίς της 6ns Μαρτίου 1932 δημοσίευσε εις την 1ην σελίδα την φωτογραφίαν του αγίου ανδρός υπό τους τίτλους «Τα σπάνια ανθρώπινα φαινόμενα της εποχής μας». «Ένας άγιος ιερεύς που απέθανε πάμπτωχος. Τον θρηνούν χιλιάδες πιστών». «Ο Νικόλαος Πλανάς και το χριστιανικώτατον έργον του. Υπήρξε ο μοναδικός προστάτης χιλιάδων πτωχών. Παν ο,τι συνέλεγε το εμοίραζεν αμέσως.Η αυτοθυσία του θα μείνη αλησμόνητος. Τα οράματα που είδε προ του θανάτου του. Ήλθεν ένας άγγελος και εκάθησε παρά το προσκέφαλό του».
Θαυμασταί ιάσεις ασθενών
Τελευταίον πρέπει να μνημονεύσωμεν ότι και θαύματα μαρτυρούνται τελεσθέντα διά των ευχών και της ενώπιον του Κυρίου παρρησίας του. Εις εκδοθέν περί αυτού βιβλίον, υπό τον τίτλο «Ο παπα-Νικόλαος Πλάνας – ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων» (Εκδ. Οίκος «Αστήρ» Α.Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1965. Πρόλογος Φ. Κόντογλου, Επίλογος Αρχιμ. Φιλόθεου Ζερβάκου) η συγγραφεύς μοναχή Μάρθα, εκ του άμεσου περιβάλλοντος του μακαριστού Γέροντος και τακτική συνοδός αυτού, διηγείται τινά εκ των θαυμάτων των ύπ’ αυτού συντελεσθέντων υπό της Χάριτος του Θεού. Περι ενός δ’ έξ αυτών (μνημονευομένου εν σελ. 37-38) ο προδιαληφθείς Μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας Τίτος βεβαιοί ότι «έτυχε να είναι παρών ότε συνέβη
τούτο, επαληθεύσαντος του λόγου του Σωτήρος Χριστού• «καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψη» (Μαρκ. 16, 18). Πρόκειται δε διά «το φάρμακον με το οποίον ετέλεσε την Θείαν Λειτουργίαν, όπερ κατά λάθος παρέλαβε μεθ’ εαυτού, αντί του νάματος» (Περιοδ. «Εκκλησία», ένθ. άνωτ., έ. 1966, σ. 631).
Εν δε τω περιοδικώ «Ενορία» του Ανδρέου Κεραμίδα, αρθρογραφών περι αυτού ο ιερεύς Ιωάννης Αδαμόπουλος – εφημέριος του Ι. Ναού Αγ. Κωνσταντίνου Ομονοίας, Αθηνών γνωρίσας προσωπικώς τον αείμνηστον τω 1930 και συνδεθείς στενώς μετ’ αυτού ως διάκονος, γράφει το και ανωτέρω μνημονευθέν, ότι «παιδάκια αθώα – κατά τας μαρτυρίας πολλών – τον έβλεπαν ιστάμενον υψηλότερον του εδάφους όταν ιερουργούσεν». Ιστορεί δε και τέσσερα εκ των γνωσθέντων θαυμάτων αυτού, λίαν χαρακτηριστικά, δύο θαυμαστάς ιάσεις ασθενών, θαυμαστήν κάλυψιν στρατιώτου εν πολέμω και ημέρωσιν αποθηριωθέντος αμαξηλάτου μετά θεραπείας του ημιθανούς ίππου του και ανανήψεως και μετανοίας του βλάσφημου εκείνου, όστις εφεξής αφωσιώθη εις τον γέροντα «και τον πηγαινοέφερνε από το σπίτι του εις τον Προφήτην Ελισαίον». (Περιοδ. «Ενορία» έ. 1949, σελ. 296 και 313-14). Ικανά ταύτα, νομίζομεν, και ενδεικτικά της αγιότητας του ανδρός.
Εν όψει δε πάντων των ανωτέρω, εκ των οποίων διαπιστούται η γενική έξωθεν μαρτυρία της αγιότητος του ιερέως Νικολάου Πλάνα ουδεμία ουδαμόθεν υπήρξε διαμφισβήτησις αυτής. Νωπαί δε είναι έξ άλλου εις τας ακοάς ημών μαρτυρίαι φθάσασαι μέχρις ημών διά στόματος πολλών επιζώντων μέχρι πρότινος πνευματικών αυτού τέκνων και άλλων εκ του κύκλου του περιβάλλοντος και της μετ’ αυτού αναστροφής «ειδότων την αυτού θεάρεστον βιοτήν και πολιτείαν», ευλαβώς εισηγούμεθα την υπό της καθ’ ημάς αγιωτάτης Εκκλησίας ανομολόγησιν της αγιότητος αυτού και την ενέργειαν των δεόντων διά την υπό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επίσημον ανακήρυξιν ταύτης και καθορισμόν της εορτίου μνήμης αυτού τη 2α Μαρτίου εκάστου έτους, επετείω της τέ χειροτονίας αυτού ως πρεσβυτέρου και της μακάριας κοιμήσεως αυτού εν Κυρίω.
Το κείμενο αυτό αποτέλεσε εισήγηση προς την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος περί της αναγνωρίσεως της αγιότητος του οσίου Νικολάου του Πλανά.